- οινοποίηση
- ηη μετατροπή του χυμού του σταφυλιού (μούστου) σε κρασί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οινοποίηση — η το σύνολο τών τεχνικών μεθόδων που εφαρμόζονται για τη μετατροπή τού χυμού τών σταφυλιών σε οίνο μετά την απαιτούμενη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοποίησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη] … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
λήμνιος — Προσωνυμία του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Δίας μάλωσε μία φορά με την Ήρα και ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Δίας τότε θύμωσε, τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε στο άπειρο. Μετά από πτώση που διήρκεσε μία… … Dictionary of Greek
προοινοποιώ — έω, Α [οἰνοποιῶ] προετοιμάζω τα σταφύλια για οινοποίηση, πατώ πρώτα τα σταφύλια … Dictionary of Greek